- θρεπτικός
- θρεπτικός, -ή, -ό και θρεφτικός, -ή, -όαυτός που συντελεί στη θρέψη: Το γάλα περιέχει πολλά θρεπτικά συστατικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θρεπτικός — able to feed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεπτικός — και θρεφτικός, ή, ό (ΑΜ θρεπτικός, ή, όν) [τρέφω] αυτός που συντελεί στη θρέψη («θρεπτική τροφή») νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θρέψη, που συντελεί στην αφομοίωση τών τροφών 2. φρ. α) «το θρεπτικό σύστημα» το σύνολο τών οργάνων με… … Dictionary of Greek
θρεπτικά — θρεπτικός able to feed neut nom/voc/acc pl θρεπτικά̱ , θρεπτικός able to feed fem nom/voc/acc dual θρεπτικά̱ , θρεπτικός able to feed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεπτικώτερον — θρεπτικός able to feed adverbial comp θρεπτικός able to feed masc acc comp sg θρεπτικός able to feed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεπτικωτάτων — θρεπτικός able to feed fem gen superl pl θρεπτικός able to feed masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεπτικῶν — θρεπτικός able to feed fem gen pl θρεπτικός able to feed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεπτικόν — θρεπτικός able to feed masc acc sg θρεπτικός able to feed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεπτικαῖς — θρεπτικός able to feed fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεπτικαί — θρεπτικός able to feed fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεπτικοῖς — θρεπτικός able to feed masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)